- νεοθηλής
- (I)νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, -ές (Α)1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ' ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.)2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα3. μτφ. πρόσφατος («φοινίσσουσα παρῇδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ νεοθαλεῑ», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -θηλής (< θηλῶ) θᾱλῶ «ανθίζω»), πρβλ. ερι-θηλής].————————(II)νεοθηλής, -ές (Α)(για μαστό) αυτός που άρχισε να θηλάζεται πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -θηλής (< θηλή), πρβλ. ευ-θηλής].
Dictionary of Greek. 2013.